- μεσιτεία
- μεσῑτείᾱ , μεσιτείαmediationfem nom/voc/acc dualμεσῑτείᾱ , μεσιτείαmediationfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεσιτεία — (Νομ.). Σύμβαση με την οποία ένα άτομο δίνει εντολή σε ένα άλλο άτομο (μεσίτη) να μεσολαβήσει ή να υποδείξει ευκαιρία για τη σύναψη μιας άλλης σύμβασης (αγοραπωλησία, μίσθωση κλπ.), με την υπόσχεση να καταβάλει ορισμένη αμοιβή στην περίπτωση που… … Dictionary of Greek
μεσιτεία — η 1. μεσολάβηση ανάμεσα σε δύο μέρη για το κλείσιμο μιας συμφωνίας, συμβιβασμού ή συμφιλίωσης: Δεν πρόκειται να συμφωνήσουν χωρίς μεσιτεία. 2. η αμοιβή που παίρνει ο μεσίτης, τα μεσιτικά: Πλήρωσαν πολλά για μεσιτεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεσιτείᾳ — μεσῑτείᾱͅ , μεσιτεία mediation fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσιτείας — μεσῑτείᾱς , μεσιτεία mediation fem acc pl μεσῑτείᾱς , μεσιτεία mediation fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ходатайство — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. (μεσιτεία) посредничество, заступничество … Словарь церковнославянского языка
έντευξις — ἔντευξις, η (AM) συναναστροφή μσν. μορφή, εξωτερική εμφάνιση αρχ. 1. συνάντηση 2. ήθος, συμπεριφορά 3. συνουσία 4. ομιλία, λόγος 5. αίτηση 6. παράκληση, μεσιτεία 7. ανάγνωση, μελέτη … Dictionary of Greek
αμεσίτευτος — η, ο (Μ ἀμεσίτευτος, ον) [μεσιτεύω] (για συμβάσεις ή συμφωνίες) ο δίχως μεσίτη ή μεσιτεία, αυτός που γίνεται δίχως να παρεμβληθούν μεσάζοντες … Dictionary of Greek
εμπόριο — Οικονομική ασχολία η οποία, μέσω πράξεων αγοραπωλησίας, μεταβιβάζει τα αγαθά των παραγωγών στους καταναλωτές (ή άλλους παραγωγούς) στην ποσότητα, στον τόπο και στη στιγμή που χρειάζονται. Βασική είναι η διάκριση ανάμεσα σε εσωτερικό και σε… … Dictionary of Greek
εντυχία — ἐντυχία, η (AM) αρχ. μσν. 1. συνάντηση, συνέντευξη 2. έκκληση, αίτηση, παράκληση 3. αντιδικία ή κατηγορία, μήνυση 4. δέηση 5. (ειδ.) δέηση προς τον θεό για να τιμωρήσει τον άδικο 6. λίβελλος 7. μεσολάβηση, μεσιτεία αρχ. 1. ομιλία, συνομιλία 2.… … Dictionary of Greek
μαντατοφορία — η (Μ μαντατοφορία και μαντατοφοριά) [μαντατοφόρος] 1. το έργο τού μαντατοφόρου, μεταβίβαση ή ανακοίνωση μηνύματος 2. είδηση, μήνυμα, παραγγελία μσν. 1. (για ερωτικές υποθέσεις) μεσολάβηση, μεσιτεία, προξενιό 2. φρ. «ποιῶ (τὴν) μαντατοφορίαν»… … Dictionary of Greek